στεφανοποιός

στεφανοποιός
στεφᾰνο-ποιός, ,
A chapletmaker, Arist.MM 1206a27, A.D.Adv.189.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεφανοποιός — chapletmaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής στεφάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • στεφανοποιοί — στεφανοποιός chapletmaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • στεφανοποϊκή — ἡ, Α [στεφανοποιός] (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής στεφάνων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”